- σκέτος
- -η, -ο, Ν1. (για πράγμ.) αυτός που δεν έχει αναμιχθεί με καμιά άλλη ουσία, καθαρός, αμιγής (α. «τσάι σκέτο» — τσάι χωρίς ζάχαρηβ. «σκέτο σιτάρι»)2. αυτός που δεν έχει νοθευθεί, ανόθευτος, γνήσιος («σκέτο βούτυρο»)3. αυτός που διακρίνεται για την απλότητα ή τη λιτότητά του, αυτός που δεν έχει στολίδια ή χρώματα (α. «σκέτα έπιπλα» β. «σκέτο φόρεμα»)4. μτφ. (για πρόσ.) α) ειλικρινής και ανυπόκριτος, ντόμπρος («Φασουλής και Περικλέτος, ο καθένας νέτος σκέτος», Σουρ.)β) απλός στους τρόπους («έχει σκέτο χαρακτήρα»)5. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) σκέτα(για λόγο) με τρόπο απερίφραστο6. φρ. α) «έναν σκέτο» — παραγγελία για καφέ χωρίς ζάχαρηβ) «νέτος σκέτος»i) ανυπόκριτοςii) αυτός που έχει χάσει ή ξοδέψει όλα του τα χρήματα («έπαιζε χαρτιά ώς το πρωί ώσπου έμεινε νέτος σκέτος»)γ) «νέτα σκέτα» — χωρίς περιστροφές, καθαρά.επίρρ...σκέταμε τρόπο σκέτο, χωρίς τίποτε άλλο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. schietto].
Dictionary of Greek. 2013.